- πιστευτέον
- πιστ-ευτέον,A one must trust, Pl.Ti.20b, 40e, Arist.GA760b31, Str.15.1.34.II one must believe, Plb.12.11.3, Str.1.3.1 ;
τῷ θρυλουμένῳ Longin.44.2
;εἰ τοῦτο π. κατ' ἐκείνου Aristid.Or.20(21).9
: in pl. -ευτέα, οὐκέτι π. τῶν νῦν οὐδενί Luc.Tim.48
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.